Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

για την ώρα ακόμη

  • 1 пока

    пока 1. наречет την ώρα ακόμη (еще)' \пока что για την ώρα* я этого \пока не знаю ακόμη δεν το ξέρω· побудьте \пока здесь μείνετε προς το παρόν εδώ 2. союз ενώ, όταν, ώσπου· \пока я разговаривал, он ушёл ενώ μιλούσα, αυτός έφυγε
    * * *
    1. нареч.

    пока́ что — για την ώρα

    я э́того пока́ не зна́ю — ακόμη δεν το ξέρω

    побу́дьте пока́ здесь — μείνετε προς το παρόν εδώ

    2. союз
    ενώ, όταν, ώσπου

    пока́ я разгова́ривал, он ушёл — ενώ μιλούσα, αυτός έφυγε

    Русско-греческий словарь > пока

  • 2 βλέπω

    (αόρ. είδα и είδον, υποτ. ίδω и (*)δώ, προστ. ιδε, (1)δές и διές) μετ., αμετ.
    1) видеть (в разн. знач);

    βλέπ καλά — я вижу хорошо;

    βλέπω από μακριά — видеть издалека;

    βλέπω όνειρο — видеть сон;

    βλέπω στον ύπνο μου κάποιον — видеть во сне коголибо;

    είδα στον ύπνο μου, ότι... я видел во сне, что...;

    βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια — видеть своими собственными глазами;

    σκοτείνιασε και δεν βλέπω να γράψω — стило темно писать;

    δεν βλέπει μακριά прям., перен. — он близорукий человек;

    βλέπει μακριά — он далеко видит (тж. перен.); — он дальнозоркий человек;

    δεν βλέπει καθόλου — он совсем перестал видеть, он совсем ослеп;

    δεν βλέπω μακρύτερα απ' τη μύτη μου — не видеть дольше своего носа;

    κι' ενας στραβός το βλέπει — этр и слепому видно, это очевидно, ясно;

    2) смотреть, глядеть;

    βλέπω εδώ κι' εκεί — смотреть по сторонам;

    βλέπω με καλό μάτι — смотреть благосклонно;

    βλέπω την παράσταση (την ταινία) — смотреть спектакль (фильм);

    βλέπω τηλεόραση — смотреть телевизор;

    όλα τα βλέπει μαύρα (ρόδινα) — он всё видит в чёрном (розовом) свете;

    τον είδα χθες я видел его вчера, я виделся с ним вчера;

    χαίρομαι ( — или χαίρω) πού σας βλέπω — я рад вас видеть;

    βλέπω τώρα πόσο σε αδίκησα — теперь я вижу, как обидел тебя;

    βλέπω τό μέλλον — видеть, представлять себе будущее;

    ήδη βλέπει γρήγορη τη νίκη — ему уже видится близкая победа;

    καθώς βλέπω — как я вижу;

    πώς το βλέπετε; — как вы на это смотрите?;

    δεν βλέπ την ανάγκη — не вижу в этом необходимости;

    δεν είδα άδσπρη μέρα στη ζωή μου ни одного хорошего дня не видел я в жизни;
    3) смотреть, осматривать (о враче); θα πάω να με ιδεί κι' ένας νευρολόγος пойду покажусь невропатологу;

    ποιός γιατρός τον βλέπει; — какой врач его лечит?;

    4) смотреть, при- сматривать (за кем-л.);

    βλέπω τό παιδί — смотреть за ребёнком;

    5) следить (за кем-чем-л.), беречь, заботиться (о ком-чёмлибо);

    βλέπε την υγεία σου — следи за своим здоровьем;

    βλέπе μην πέσεις! — смотри не упади!;

    6) смотреть на..., в...; выходить, быть обращённым к..., на... (об окнах и т. п.);
    7) добиваться, достигать, обретать;

    βλέπω όφελος — иметь пользу (от чего-л.);

    βλέπω προκοπή — достигать благополучия;

    § όπως βλέπετε — как видите;

    κάνω πώς δεν βλέπ — смотреть сквозь пальцы;

    να (1)δώ или θα (1)δω я посмотрю, я подумаю;

    πάρε τώρα αυτό και γιά τ' αλλα βλέπουμε — сначала возьми это, а там посмотрим;

    βλέποντας και κάνοντας дальше видно будет; поживём — увидим;

    καθώς σε βλέπω και με βλέπεις — это несомненно;

    δεν βλέπω την ώρα να... — жду не дождусь;

    είδα κι' απόειδα... все жданки переждал;
    κάπου σ' είδα, κάπου μ' είδες; ты что, своих не узнаёшь?; ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε посл, делить шкуру неубитого медведя; οποίος δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θαμάχτηκε погов, кто мало видел — удивляется всякой малости

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βλέπω

См. также в других словарях:

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»